δακτυλικά

δακτυλικά
δακτυλικός
of
neut nom/voc/acc pl
δακτυλικά̱ , δακτυλικός
of
fem nom/voc/acc dual
δακτυλικά̱ , δακτυλικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δακτυλικά αποτυπώματα — Βλ. λ. δακτυλοσκοπία …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… …   Dictionary of Greek

  • αποτύπωμα — το (AM ἀποτύπωμα) μσν. νεοελλ. το ομοίωμα νεοελλ. 1. η αποτύπωση 2. η ολοκλήρωση της εκτύπωσης ενός βιβλίου φρ. «δακτυλικά αποτυπώματα». όρος που αναφέρεται στα σχήματα που παρουσιάζουν η παλάμη και τα δάχτυλα στην επιδερμίδα της εσωτερικής… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

  • μαρτύριο — το (AM μαρτύριον) 1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο (α. «τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι το ισχυρότερο μαρτύριο τής ενοχής του» β. «μαρτύριον δέ Δήλου γὰρ καθαιρομένης...», Θουκ.) 2. κακοποίηση ή βασανιστήριο μέχρι θανάτου («οι χριστιανοί… …   Dictionary of Greek

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

  • Αδώνιον μέτρον — Αρχαία μετρική ποιητική μονάδα, που έκλεινε τις στροφές ποιημάτων γραμμένων κυρίως σε δακτυλικά μέτρα. Ο στίχος προήλθε από τη συνένωση ενός δάκτυλου και ενός σπονδείου (με αδιάφορη την ποσότητα της τελευταίας συλλαβής.. Ονομάστηκε έτσι από την… …   Dictionary of Greek

  • αποτυπώματα DNA — Στο DNA του ανθρώπου υπάρχουν περιοχές στις οποίες παρατηρείται επανάληψη καθορισμένων διαδοχών νουκλεοτιδίων. Επειδή οι διαδοχές αυτές είναι χαρακτηριστικές για κάθε άνθρωπο και είναι οι ίδιες στο DNA όλων των κυττάρων του, ανεξάρτητα από τον… …   Dictionary of Greek

  • Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… …   Dictionary of Greek

  • κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”